φιόρε

φιόρε
το, Ν
βλ. φιόρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιόρε — το άκλ., βλ. φιόρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ακούτο, Τζοβάνι — (1320 – 1394). Όνομα με το οποίο έγινε γνωστός στην Ιταλία ο Άγγλος μισθοφόρος Τζον Χόουκγουντ. Ο Α., επικεφαλής 3.000 αντρών, πέρασε διαδοχικά στην υπηρεσία πολλών ιταλικών κρατών. Μια νωπογραφία του Αγγλοϊταλού μισθοφόρου Α., εξαίρετο έργο του… …   Dictionary of Greek

  • Μπρουνελέσκι, Φιλίπο — (Filippo Brunelleschi, Φλωρεντία 1377 – 1446). Ιταλός αρχιτέκτονας που άνοιξε νέους δρόμους στην τέχνη και έγινε το σύμβολο της απαρχής της αναγεννησιακής εποχής. Ξεκίνησε ως χρυσοχόος και γλύπτης. Τα έργα του στους τομείς αυτούς δεν… …   Dictionary of Greek

  • νευρώσεις — (Αρχιτ.). Αρχιτεκτονικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται σε θολωτές κατασκευές όπως ο τρούλος, ο θόλος και το σταυροθόλιο. Στοιχείο άγνωστο στην κλασική ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ισλαμική αρχιτεκτονική και από… …   Dictionary of Greek

  • τρούλος — Κατασκευή ημισφαιρικού ή παρόμοιου σχήματος (π.χ. ημιελλειψοειδούς), η οποία χρησιμοποείται για την κάλυψη χώρων με κάτοψη κυκλική, τετραγωνική, ή σχήματος κανονικού πολυγώνου. Αρχαιότατα δείγματα τρουλωτών κατασκευών υπάρχουν στη Μικρά Ασία… …   Dictionary of Greek

  • Φλωρεντία — (Firenze). Πόλη (351.600 κάτ. το 2003) της Ιταλίας, στον Άρvo, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.192.193 κάτ., 3.880 τ. χλμ.) και της Τοσκάνης. Η Φ., ρωμαϊκό οχυρό που χτίστηκε στους πρόποδες του ετρουσκικού Φιέζολε, αναπτύχθηκε τον 11o αι.,… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • φιόρο — και φιόρε, το, Ν άκλ. άνθος, λουλούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fiore «άνθος» < λατ. flos, floris «άνθος»] …   Dictionary of Greek

  • χιλιασμός — Μυστικοθρησκευτική αντίληψη, που εκφράζει την πίστη στην έλευση μιας εγκόσμιας βασιλείας του Χριστού στη γη πριν από την τελική κρίση, η οποία θα διαρκούσε 1.000 χρόνια και θα αντιπροσώπευε μια εποχή ειρήνης και ευτυχίας για όλους τους δίκαιους,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”